- δεκασύλλαβος, -η
- -ο αυτός που αποτελείται από δέκα συλλαβές: Ο στίχος είναι δεκασύλλαβος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δεκασύλλαβος — η, ο (AM δεκασύλλαβος, ον) 1. αυτός που έχει δέκα συλλαβές («δεκασύλλαβη λέξη») 2. το αρσ. ως ουσ. ο δεκασύλλαβος στίχος που αποτελείται από δέκα συλλαβές … Dictionary of Greek
decasílabo — ► adjetivo/ sustantivo masculino POESÍA Se aplica al verso que tiene diez sílabas. * * * decasílabo, a (del lat. «decasyllӑbus», del gr. «dekasýllabos») adj. y n. m. Métr. Se aplica al verso de diez sílabas. * * * decasílabo, ba. (Del lat.… … Enciclopedia Universal
δέκα — Άκλιτο, απόλυτο αριθμητικό (10). δέκα . Πρώτο συνθετικό λέξεων, που χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό πολλαπλών μονάδων, των οποίων η πολλαπλότητα είναι ίση με 10. Συμβολίζεται διεθνώς με da (π.χ. 1 dam = 10 μ.). Στην οργανική χημεία, ως πρώτο… … Dictionary of Greek
decasílabo — decasílabo, ba (Del lat. decasyllăbus, y este del gr. δεκασύλλαβος). adj. De diez sílabas. Verso decasílabo. U. t. c. s.) … Diccionario de la lengua española